- παφίλι
- και παφύλλι και μπαφίλι, το [πάφιλας]1. τεχνολ. μικρό τεμάχιο από ορείχαλκο2. ορειχάλκινο κόσμημα στο κοντάκι ή σε άλλα ξύλινα τμήματα τών παλαιών όπλων3. ορειχάλκινο δοχείο κρασιού χωρητικότητας 100 δραμιών, το κατοστάρι, το κατοσταράκι.
Dictionary of Greek. 2013.